- μπαντιέρα
- και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα)σημαία, μπαϊράκι, λάβαρονεοελλ.φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» — επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαιβ) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» — ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandiera < banda «σημαία, λάβαρο»].
Dictionary of Greek. 2013.